- αγιοβασιλιάτικος
- και αϊβασιλιάτικος, -η, -ο [άγιος Βασίλης, αϊ-Βασίλης]1. αυτός που αναφέρεται στη γιορτή τού αγίου Βασιλείου ή αυτός που συνηθίζεται τη μέρα τής Πρωτοχρονιάς, πρωτοχρονιάτικος2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αγιοβασιλιάτικατα φιλοδωρήματα, οι μπουναμάδες που προσφέρονται την Πρωτοχρονιά3. (το ουδ. στον πληθ. ως χρον. επίρρ.) αγιοβασιλιάτικα.
Dictionary of Greek. 2013.